φέουδο

φέουδο
το
(λ. λατ.)
1. τμήμα χώρας που παραχωρούσε ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε ευπατρίδες, σε ευγενείς την εποχή του μεσαίωνα στη Δύση, τιμάριο.
2. μτφ., καθετί που εκμεταλλεύεται κανείς αυθαίρετα, τσιφλίκι: Ο δικτάτορας νόμιζε τη χώρα φέουδό του κι έκανε ό,τι ήθελε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φέουδο — το, Ν 1. (κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, ιδίως στη δυτική) τμήμα γης που παραχωρούσε ο κυρίαρχος ηγεμόνας στους ευγενείς ή ευπατρίδες και που αποτέλεσε τον τρόπο κατοχής τής γης, ο οποίος προήλθε από διαμελισμό τού δικαιώματος ιδιοκτησίας και… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαρχία — Bλ. λ. φεουδαλισμός. * * * η, Ν 1. (γενικά) πολιτικοοικονομικό σύστημα που αντικατέστησε το σύστημα τής δουλείας και το οποίο στηριζόταν στο σύστημα κατοχής τής γής με βάση το φέουδο και στη θέσπιση προσωπικών αμοιβαίων υποχρεώσεων και καθηκόντων …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αμεδαίος — I (Amedeo). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων του οίκου της Σαβοΐας (11ος 15ος αι.). 1. Α. A’(1000 – 1060). Κόμης της Σαβοΐας, γιος και διάδοχος του Ουμβέρτου του Λευκόχειρα, γενάρχη του οίκου, που πρώτος συγκρότησε το φέουδο –αργότερα κρατίδιο– της Σαβοΐας …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μιράντολα — (Mirandola). Πόλη (21.500 κάτ. το 2001) της Ιταλίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας στην περιοχή της Εμίλια Ρομάνια, στον δρόμο μεταξύ Μοντένας και Βερόνας. Πρόκειται για ανθηρό αγροτικό και κτηνοτροφικό κέντρο. Η γύρω περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Πεγκοράρο — (Pegoraro). Ιταλός ευπατρίδης, που ήρθε στην Ελλάδα στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Ο Π., που είχε συνυπογράψει το πωλητήριο της Κρήτης στους Βενετούς, πήρε ως φέουδο τη Βόρεια Εύβοια. Ωστόσο δεν έμεινε πολύ στο φέουδό του γιατί προτίμησε να… …   Dictionary of Greek

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • αργυραμοιβός — Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”